- τελευτῶντος
- τελευτάωbring to passpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφηκίον — τὸ, Α [σφήξ, ηκός] 1. κυψελίδιο στη φωλιά σφηκών («τοῡ μετοπώρου τελευτῶντος πλεῑστα καὶ μέγιστα γίνεσθαι σφηκία», Αριστοτ.) 2. υποκορ. τού σφήξ … Dictionary of Greek